- πολυεπαίνετος
- πολυ-επαίνετος, ον,A much-praised: [comp] Sup.
-ώτατος X.Ages.6.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ώτατος X.Ages.6.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυεπαίνετος — ον, Α αυτός που επαινείται πολύ («πολυεπαινετώτατος ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * ἐπαίνετος (< ἐπαινῶ), πρβλ. αξι επαίνετος] … Dictionary of Greek
πολυεπαινετώτατος — πολυεπαίνετος much praised masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)